Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το επανωφόρι

  • 1 επανωφόρι(ον)

    το верхняя одежда; пальто

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επανωφόρι(ον)

  • 2 επανωφόρι(ον)

    το верхняя одежда; пальто

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επανωφόρι(ον)

  • 3 одежда

    одежда ж η ενδυμασία, η φορεσιά, τα ρούχα· верхняя \одежда το επανωφόρι· рабочая \одежда η μπλούζα
    * * *
    = ограждать
    η ενδυμασία, η φορεσιά, τα ρούχα

    ве́рхняя оде́жда — το επανωφόρι

    рабо́чая оде́жда — η μπλούζα

    Русско-греческий словарь > одежда

  • 4 шуба

    шуба ж η γούνα, το επανωφόρι από γούνα
    * * *
    ж
    η γούνα, το επανωφόρι από γούνα

    Русско-греческий словарь > шуба

  • 5 налезать

    налезать
    несов, налезть сов разг (об обуви, одежде) μπαίνω, χωράω:
    ботинок не налеза́ет τό παπούτσι δέν μοῦ μπαίνει, τό παπούτσι δέν χωράει στό πόδι μου· пальто́ не налезает τό ἐπανωφόρι δέν μοῦ μπαίνει.

    Русско-новогреческий словарь > налезать

  • 6 одежда

    одежда
    ж τά ροῦχα, ὁ ρουχισμός, ἡ ἐνδυμασία:
    форменная \одежда ἡ στολή· парадная \одежда ἡ μεγάλη στολή, ἡ στολή τελετής· верхняя \одежда τό ἐπανωφόρι[ον], τό παλτό.

    Русско-новогреческий словарь > одежда

  • 7 ελαφρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) лёгкий, нетяжёлый;

    ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;

    ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;

    ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;

    ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);

    ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;

    βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;

    2) лёгкий, нетрудный;

    ελαφρή εργασία — лёгкая работа;

    ελαφρός πόνος — лёгкая боль;

    ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;

    3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;

    ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;

    ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;

    ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;

    ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;

    ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;

    ελαφρό κύμα — небольшая волна;

    ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;

    ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;

    4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);

    ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;

    ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;

    ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-

    ра;
    5) глупый, неразумный;

    είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;

    6) лёгкий, слабый, некрепкий;

    ελαφρός καφές — некрепкий кофе;

    ελαφρός καπνός — лёгкий табак;

    ελαφρό κρασί — лёгкое вино;

    ελαφρά αρώματα — слабые духи;

    ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;

    7) лёгкий, чуткий (о сне);
    8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;

    ελαφρ στόλος — москитный флот;

    ελαφρά πλοία — малые корабли;

    § ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;

    γυναίκαтоб ελαφρου κόσμου — женщина лёгкого поведения;

    με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;

    ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;

    γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελαφρός

  • 8 μπρος

    1. επίρρ.
    1) вперёд; впереди;

    ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;

    στέκομαι μπρος — стать впереди;

    2) вперёд, раньше, заранее;

    παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;

    3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);

    μπρος από δώ! — марш отсюда!;

    μπρος σήκω! — давай вставай!;

    § βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);

    βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;

    βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;

    πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;

    τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;

    βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;

    βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;

    έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;

    στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);

    πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;

    πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;

    μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;

    2. πρόθ.
    1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);

    από μπρος — спереди;

    μπρος σε — или μπρος από — перед;

    μπρος στο σπίτι — перед домом;

    ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;

    2):

    μπρος σε — сравнительно, по сравнению;

    μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;

    3) перед, при, в присутствии;

    μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπρος

  • 9 ანაფორა

    სამღუდელოთა ზეიდამ საცმელი სახლებგანიერი პალეკარტი, ряса, ἐπανωφόρι, ἐπανωφόρημα, ხოლო Ἀναφορά ჰნიშნავს მოხსენებასა, თხოვასა, доношение, прошение
    ანუ არს რიტორული ნაკვეთი, რომელთა განმეორება, ოდეს ერთი და იგივე ლექსი დაიდების თავად რაოდენთამე შინა წევრთა პერიოდისათა, მაგალითად, სიყვარული სულგრძელ არს, სიყვარულსა არა შურნ, სიყვარული არა განლაღნის და სხ. (1 კორ. 13, 14; მუნვე მუხლ. 8). გინათუ რაოდენჯერ განმეორების და ესე ვითარნი, анафора, повторение.

    Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ანაფორა

См. также в других словарях:

  • επανωφόρι(ον) — και πανωφόρι, το (Μ ἐπανωφόρι[ο]ν) ρούχο ανδρικό ή γυναικείο με μανίκια, που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ρούχα για προφύλαξη από το κρύο, ο επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επάνω + φόρ (< φέρω) + ιον] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… …   Dictionary of Greek

  • κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μαντέλλο(ν) — και μανδέλλο(ν), τὸ (Μ) μανδύας, επανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mantello] …   Dictionary of Greek

  • μπουφάν — το κοντό ώς τη μέση επανωφόρι από χοντρό, συνθετικό ιδίως, ύφασμα ή από δέρμα, που κλείνει συνήθως με φερμουάρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouffant, μτχ. τού ρ. bouffer «φυσώ, φουσκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ντολαμάς — και ντουλαμάς και δουλαμάς, ο ένδυμα μακρύ και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος που δένεται με ζώνη και το οποίο χρησιμεύει ως επανωφόρι τής στολής φουστανελοφόρου και ως επιχιτώνιο ευζώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama. Βλ. και ντολμάν] …   Dictionary of Greek

  • πανωφόρι — το ρούχο ανδρικό ή γυναικείο με μανίκια, που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ρούχα για προφύλαξη από το κρύο, ο επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανωφόρι(ον) με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • ρεγκλάν — και ραγκλάν, το, Ν επανωφόρι ή ζακέτα με ριχτά μανίκια, τα οποία δεν έχουν κοπεί και ραφεί χωριστά, ούτε έχουν προστεθεί εκ τών υστέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raglan, από το όν. τού Βρετανού στρατάρχη F. J. Η. Somerset, Baron Raglan] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»